dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ξενοίκιαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
frei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξενοίκιαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leer stehend
Ⓦ
Ⓖ
…