dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οινοπώλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κάπελας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ξενιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ξενοδόχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ξενοδόχος εστιάτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικοδεσπότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πανδοχέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ταβερνιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ταβερνιάρισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
νοικοκύρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)