dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συντονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Koordination
Ⓦ
Ⓖ
…
συντονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Koordinierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συντονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abstimmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συντονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Resonanz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
οξύς συντονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feinabstimmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συντονισμός των ενισχύσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Koordinierung der Beihilfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συντονισμός των χρηματοδοτήσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Koordinierung der Finanzierungen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συντονισμός των πολιτικών ΟΝΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Koordinierung der WWU-Politiken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Magnetresonanztomografie
Ⓦ
Ⓖ
…