dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σπέρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sperma
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σπέρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Keim
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπέρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Samen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)