dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λίπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fett
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λίπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Speisefett
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λίπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmalz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λίπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmierfett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λίπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmieröl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λίπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Talg
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)