dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λίπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Speisefett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μαγειρικό λίπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Speisefett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εδώδιμο λίπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Speisefett
Ⓦ
Ⓖ
…