dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λίκνισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schwanken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λίκνισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wiegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λίκνισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schaukeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λίκνισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schwingen
Ⓦ
Ⓖ
…