dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
θυμίαμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Beweihräuchern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θυμιατίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beweihräuchern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιβανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beweihräuchern
Ⓦ
Ⓖ
…