dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ληξιπρόθεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fällig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ληξιπρόθεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgelaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ληξιπρόθεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungültig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ληξιπρόθεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfallen
Ⓦ
Ⓖ
…