dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
starrköpfig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dickköpfig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigenwillig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
starrsinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
störrisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trotzkopf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trotzköpfig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vernagelt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεροκέφαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verstockt
Ⓦ
Ⓖ
…