dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λείανση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Glättung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λείανση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schleifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λείανση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Glätten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λείανση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmirgeln
Ⓦ
Ⓖ
…