dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ressource
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μέσον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ressource
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ressource
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πόροι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ressource
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)