dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λάμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rasierklinge
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λάμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sägeblatt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λάμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Blatt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λάμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kufe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λάμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Klinge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λάμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Klinge.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λάμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lama
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λάμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schnittfläche
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)