dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
λαθρακιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfaulen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λαθρακιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verrotten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λαθρακιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwahrlosen
Ⓦ
Ⓖ
…