dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
διατροφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ernährung
Ⓦ
Ⓖ
…
θρέψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ernährung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τροφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ernährung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σιτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ernährung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θρέψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ernährung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)