dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οξύτητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Säure
Ⓦ
Ⓖ
…
οξύτητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Säuregehalt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οξύτητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schärfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οξύτητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Azidität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οξύτητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feinheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οξύτητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Heftigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)