dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
θησαυροφυλάκιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Safe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θησαυροφυλάκιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tresor
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θησαυροφυλάκιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schatztruhe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θησαυροφυλάκιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Depot
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θησαυροφυλάκιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geldspeicher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θησαυροφυλάκιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schatzamt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θησαυροφυλάκιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tresorraum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θησαυροφυλάκιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schatzkammer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)