dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ernten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abmähen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dahinraffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinwegraffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θερίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mähen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)