dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
θέρετρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Urlaubsort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θέρετρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Landhaus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θέρετρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sommerfrische
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)