dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
θεμιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
legitim
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θεμιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
legal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θεμιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rechtmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θεμιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
seriös
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θεμιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)