dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ισχυρογνώμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rechthaberisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυταρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rechthaberisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δεσποτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rechthaberisch
Ⓦ
Ⓖ
…