dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ισότιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ebenbürtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ισότιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichrangig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ισότιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
paritätisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ισότιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichbedeutend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ισότιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
äquivalent
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ισότιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichwertig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)