dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σφήνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Keil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
τακούνι πλατφόρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Keilabsatz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφηνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσελκύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σφηνοειδής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keilförmig
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ιμάντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Keilriemen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιμάντας ανεμιστήρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Keilriemen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οδηγός ιμάντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Keilriemen
Ⓦ
Ⓖ
…