dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σφρίγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schwung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφρίγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σφρίγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elan
Ⓦ
Ⓖ
…