dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ικανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fähig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ικανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
potent
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ικανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tüchtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ικανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tauglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ικανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
genügend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ικανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
imstande
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ικανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschickt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ικανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
qualifiziert
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)