dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ταμπεραμέντο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Temperament
Ⓦ
Ⓖ
…
ταμπεραμέντο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Naturell
Ⓦ
Ⓖ
…