dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heikel
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigentümlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
launisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auffällig
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sonderling
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigenartig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eigenbrötler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wählerisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wunderlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigensinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kapriziös
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
originell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
temperamentvoll
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
merkwürdig
Ⓦ
Ⓖ
…