dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μαλλί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wolle
Ⓦ
Ⓖ
…
έριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wolle
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)