dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
Ρώμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rom
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ρώμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρώμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρώμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebenskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρώμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dynamik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρώμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Körperkraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρώμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mumm
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)