dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gefährden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufs Spiel setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefährden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kopf und Kragen riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das Schicksal herausfordern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
waghalsig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wagemutig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
halsbrecherisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
riskant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
risikofreudig
Ⓦ
Ⓖ
…