dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οδογέφυρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Viadukt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οδογέφυρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überführung
Ⓦ
Ⓖ
…