dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ριζοβολώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wurzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ριζώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einwurzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεριζώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwurzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκριζώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwurzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεριζωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwurzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεριζώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich entwurzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ριζώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwurzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ριζώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wurzeln schlagen
Ⓦ
Ⓖ
…