dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ριζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
radikal
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ριζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wurzel-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ριζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ριζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grundlegend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ριζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Radikal-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)