dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
διαιτητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schiedsrichter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αγωνοδίκης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schiedsrichter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ρέφερι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schiedsrichter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κριτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schiedsrichter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)