dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stock
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausleger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dorn
Ⓦ
Ⓖ
…
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stab
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stange
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Barren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Knüppel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rute
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Steg
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wünschelrute
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ράβδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)