dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ραβδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verprügeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ραβδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prügeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ραβδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit dem Stock schlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ραβδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhauen
Ⓦ
Ⓖ
…