dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ψυχικά άρρωστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geisteskrank
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φρενοπαθής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geisteskrank
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ψυχασθενής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geisteskrank
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)