dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ψυχαγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
amüsant
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ψυχαγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterhaltsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ψυχαγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erquickend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ψυχαγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ψυχαγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lustig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ψυχαγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unterhaltungs-
Ⓦ
Ⓖ
…