dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ψεκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Besprühen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ψεκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einspritzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψεκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bespritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)