dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ψαροκόκαλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gräte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
οστό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gräte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άγανο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gräte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κόκκαλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gräte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)