dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
peinlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unangenehm
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widerwärtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gemein
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
störend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fies
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mulmig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
penetrant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungemütlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbehaglich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lästig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfreulich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσάρεστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übel
Ⓦ
Ⓖ
…