dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schi
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wasserski
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Skifahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ski
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)