dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δολιεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betrügen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δολιεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hintergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δολιεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
intrigieren
Ⓦ
Ⓖ
…