dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διπλάσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweifach
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διπλάσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
doppelt so groß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διπλάσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
doppelt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διπλάσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
doppelt so alt
Ⓦ
Ⓖ
…