dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σύντριμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Scherbe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θραύσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Scherbe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θρύμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Scherbe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
συντρίμμι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Scherbe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θρύψαλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Scherbe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απόσπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Scherbe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
το
κομμάτι σπασμένου γυαλιού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Glasscherbe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
συντρίμμι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Scherben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οστρακισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Scherbengericht
Ⓦ
Ⓖ
…