dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestimmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bezeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nominieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ernennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)