dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διευρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erweitern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διευρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbreitern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διευρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausdehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διευρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
breiter machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διευρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διευρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausweiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διευρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διευρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiten
Ⓦ
Ⓖ
…