dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διευκόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erleichterung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διευκόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)