dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μαθαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μάθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μαθητεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μελετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διάβασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μελέτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διδάσκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lernen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)