dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπερβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δρασκελίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεπερνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διασκελίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…